- μειξοπάρθενος
- -η, -ο, θηλ. και -οςβλ. μιξοπάρθενος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μιξοπάρθενος — και μειξοπάρθενος, η, ο (Α μιξοπάρθενος και μειξοπάρθενος, ον) νεοελλ. το θηλ. ως ουσ. η μ(ε)ιξοπάρθενη η μιξοπαρθένα αρχ. (για την έχιδνα και για τη Σφίγγα) αυτή που είναι κατά το ήμισυ παρθένος ή που έχει τη μορφή παρθένου. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ.… … Dictionary of Greek
ημιπάρθενος — η κόρη που επιδίδεται σε διαφόρων ειδών αφροδισιασμούς αλλά διατηρεί αλώβητο τον παρθενικό υμένα, η μειξοπάρθενος … Dictionary of Greek